καταπράυνε

καταπράυνε
καταπρά̱ῡνε , καταπραύνω
soften
pres imperat act 2nd sg
καταπρά̱ῡνε , καταπραύνω
soften
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
καταπρά̱ῡνε , καταπραύνω
soften
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταπραΰνω — (AM καταπραΰνω, Α επικ. και ιων. τ. καταπρηΰνω) καθησυχάζω, κατευνάζω, γαληνεύω («το φάρμακο καταπράυνε τους πόνους») αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό 2. παθ. καταπραΰνομαι α) (για ζώα) εξημερώνομαι, ημερεύω β) (για συγκινήσεις) ελαττώνομαι, κοπάζω.… …   Dictionary of Greek

  • Τέρπανδρος — Διάσημος μουσικός από τη Λέσβο, που ίσως να έζησε στο πρώτο μισό του 7ου αι. π.Χ. Αυτό συμπεραίνεται από τη μαρτυρία του Λέσβιου Ελλάνικου, ότι ο Τ. πρώτος νίκησε στον μουσικό αγώνα των Κρανίων, που έγινε στη Σπάρτη γύρω στο 676 π.Χ. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • καταπραΰνω — καταπράυνα, καταπραΰνθηκα, καταπραϋμένος και καταπραϋσμένος, καθησυχάζω, γαληνεύω, ανακουφίζω: Το φάρμακο αυτό του καταπράυνε τους πόνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”